φωτοφόρος

φωτοφόρος
-α, -ο
1. αυτός που φέρνει φως, που φωτίζει, ο φωτεινός.
2. το αρσ. ως ουσ., φωτοφόρος το όργανο που φωσφορίζει, διάφορων ζωικών οργανισμών και ιδίως των ψαριών που ζουν σε μεγάλα βάθη.
3. το ουδ. ως ουσ., φωτοφόρο λαμπτήρας με ανακλαστήρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φωτοφόρος — α, ο / φωτοφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Ν αυτός που ενέχει και εκπέμπει φως, ο φωτεινός νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το φωτοφόρο α) λαμπτήρας με ανακλαστήρα β) ζωολ. βλ. φωτοφόρο μσν. εκκλ. (για το μυστήριο τού βαπτίσματος) αυτός που παρέχει… …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

  • φωτοφορία — ἡ, Μ [φωτοφόρος] μεταφορά φωτός …   Dictionary of Greek

  • φωτοφορώ — έω, Α [φωτοφόρος] ενέχω φως …   Dictionary of Greek

  • ԼՈՒՍԱԲԵՐ — (ի, աց.) NBH 1 0896 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c, 14c ա. φωσφόρος, φωτοφόρος lucifer, ra; luminosus, sa. Որ ինչ բերէ յիւրմէ կամ յինքեալ զլոյս. առիթ լուսոյ. լուսածին. *Ձիթենի հոգեւոր մտաւոր. լուսաբեր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”